γαρδέλι

γαρδέλι
το και γαρδέλα, η
η καρδερίνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gardello < λατ. carduelis].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γαρδέλι — το (λ. ιταλ.), η καρδερίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρδερίνα ή γαρδέλι — (Carduelis carduelis). Στρουθιόμορφο πτηνό της οικογένειας των σπιζιδών. Είναι διαδεδομένο στην Ευρώπη, Ν του 61ου παράλληλου, στη βόρεια Αφρική και στη δυτική Ασία. Μεταναστεύει προς το τέλος του φθινοπώρου από τις βόρειες περιοχές σε ζώνες με… …   Dictionary of Greek

  • σγαρδέλι — το, Ν το γαρδέλι, η καρδερίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαρδέλι, με ανάπτυξη προθετικού σ (πρβλ. βώλος: σβώλος)] …   Dictionary of Greek

  • αίγιθος — Επιστημονική ονομασία γένους κολεοπτέρων εντόμων. Ζουν στις χώρες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής που βρίσκονται στην τροπική ζώνη. Είναι μικρά σε μέγεθος, έως 1,5 εκ., και έχουν μαύρο και, πολύ συχνά, σκούρο μπλε χρώμα. Οι α. πολλαπλασιάζονται …   Dictionary of Greek

  • καρδέλ(λ)ι — και γαρδέλ(λ)ι, το καρδερίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ.λ. γαρδέλι] …   Dictionary of Greek

  • καρδερίνα — η (λ. ιταλ.), ωδικό πτηνό, γαρδέλι: Έχει στο κλουβί μια καρδερίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”